- ποιητικούς
- ποιητικόςcapable of makingmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Παναθήναια — I Η μεγαλύτερη θρησκευτική και πολιτική γιορτή των αρχαίων Αθηνών. Iδρύθηκε κατά την παράδοση από τον Θησέα και γιορταζόταν τον μήνα Εκατομβαιώνα (Ιούλιο Αύγουστο) προς τιμήν της Πολιάδας Αθηνάς. Τα Π. διακρίνονταν σε Μικρά, που γίνονταν κάθε… … Dictionary of Greek
ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές … Dictionary of Greek
βορά — η (AM βορά) η τροφή, κυρίως για σαρκοφάγα ζώα αρχ. 1. οποιαδήποτε τροφή 2. φρ. «γαστρὸς βορά» λαιμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορά (τραγικοί, Ηρόδ., Αριστοτ.) αποτελεί όνομα δηλωτικό δράσεως που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. ρίζα *gwer «καταπίνω,… … Dictionary of Greek
ποιητεύω — Μ [ποιητής] κατασκευάζω μύθους ποιητικούς, υποστηρίζω απόψεις λαθεμένες και απατηλές … Dictionary of Greek
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
φιλήμων — I Όνομα ιστορικών και μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, που ζούσε στη Φρυγία με τη σύζυγό του Βαυκίδα, και φιλοξένησαν τον Δία στη φτωχική καλύβα τους. Σύμβολο συζυγικής αγάπης και ζευγάρι πολύ αγαπητό στους θεούς. Μετά τον θάνατό τους … Dictionary of Greek
Αμφιάραος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας και μάντης, που θεοποιήθηκε και λατρευόταν ως χθόνια θεότητα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι αρχαιότερες παραδόσεις τον αναφέρουν ως απόγονο του Μελάμποδα, ονομαστού για τα μαντικά και θρησκευτικά του χαρίσματα· νεότερες … Dictionary of Greek
Βασιλείου, Σπύρος — (Γαλαξίδι 1902 – 1985). Ζωγράφος. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Το 1930 βραβεύτηκε από την Ακαδημία με το Μπενάκειο βραβείο για τα σχέδια αγιογράφησης του ναού του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Ταξίδεψε για καλλιτεχνικές… … Dictionary of Greek